- ταβλιστήριον
- τὸ, Ατόπος όπου έπαιζαν ζάρια, κυβεῑον*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταβλίζω + επίθημα -τήριον (πρβλ. γνμνασ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταβλιστήριον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταβλοπαρόχιον — τὸ, Μ [ταβλοπάροχος] ταβλιστήριον* … Dictionary of Greek